- αγριμοκόκκαλο
- τοκόκκαλο αιγάγρoυ που, κατά λαϊκή πρόληψη στην Κρήτη, εάν τοποθετηθεί με χειρουργική επέμβαση στον μηρό ζώου τού κοπαδιού, το ζώο αυτό αποκτά μαγική δύναμη και οδηγεί με ασφάλεια το κοπάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.